«Η μουσική είναι πολύτιμο εργαλείο στη δημιουργία μιας ταινίας»
Απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Ωδείου Αθηνών και υπότροφος του SNF ARTWORKS, ο αυτοδίδακτος σκηνοθέτης, σεναριογράφος, μοντέρ και συνθέτης, Κωστής Χαραμουντάνης, είχε γυρίσει έξι μικρού μήκους ταινίες, πριν από την «Κιούκα, πριν το τέλος του καλοκαιριού», την πρώτη μεγάλου μήκους του που εδώ και λίγο καιρό προβάλλεται στους κινηματογράφους (διανομή CINOBO).
Η ιστορία στο αξιόλογο αυτό ντεμπούτο στη μεγάλου μήκους παραγωγή, περιστρέφεται γύρω από έναν πατέρα και τα δύο παιδιά του (Σιμεών Τσακίρης, Ελσα Λεκάκου, Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος) που κάνουν μαζί διακοπές πάνω στο σκάφος τους σε κάποιο ειδυλλιακό σημείο της Ελλάδας. Ο πατέρας είναι παθιασμένος με το ψάρεμα, τα παιδιά δείχνουν να βαριούνται και να μην ξέρουν τι να κάνουν. Ολα κινούνται σε εντελώς χαλαρούς ρυθμούς, φυσικά με εντάσεις, όπως ακριβώς συμβαίνει στις διακοπές. Κάποια στιγμή θα εμφανιστεί μια γυναίκα (Ελενα Τοπαλίδου), η οποία θα συναντήσει τόσο τα παιδιά όσο και τον άντρα. Ενας άλλος άντρας (Στάθης Αποστόλου) με τα δύο παιδιά του (Αφροδίτη Καποκάκη, Ιόλη Καλαϊτζή) θα βρεθεί επίσης στο προσκήνιο. Η ταινία έκανε την ελληνική πρεμιέρα της στο περσινό Φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, όπου απέσπασε συνολικά τέσσερα βραβεία ενώ τον περασμένο Απρίλιο έκανε την πρεμιέρα της στο 54ο New Directors/New Films Festival MoMa, της Νέας Υόρκης (έχει επίσης λάβει διανομή σε κάποιες χώρες όπως την Γαλλία και τον Καναδά). Ο Χαραμουντάνης υποστηρίζει ενεργά τους ανερχόμενους κινηματογραφιστές στα αρχικά τους στάδια, ενώ συνεργάζεται επίσης τακτικά με το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου ως αξιολογητής σεναρίων για ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους. Από τον Απρίλιο του 2025, είναι επικεφαλής του διεθνούς σπουδαστικού τμήματος στο φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους της Δράμας.
Το «Κιούκα» δείχνει ταινία που κυλά σχεδόν από μόνη της – τίποτα δεν γίνεται βεβιασμένα, πολλά μένουν μετέωρα ή ανοιχτά, πολλά δεν εξηγούνται. Αυτή η μορφή ταινίας ήταν κάτι που επιδιώξατε από την αρχή;
Κατά κύριο λόγο είναι επιλογές που έρχονται από την αρχή, από το σενάριο, που έχουν γίνει σκόπιμα και τοποθετούνται στη πλοκή με τρόπο που να αντανακλά το καλλιτεχνικό όραμα που έχω για την ταινία, αλλά και για να επιφέρουν σεναριακά το καλύτερο δυνατό συναισθηματικό αντίκτυπο στην ιστορία. Εχει για μένα ενδιαφέρον τι θα επιλέξω να δείξω στον θεατή και τι θα αποκρύψω. Να τον βάλω στη διαδικασία να συμπληρώσει με τη φαντασία του τα στοιχεία που λείπουν. Να αλληλεπιδράσει με την ταινία ελεύθερα, ερμηνεύοντας το νόημά της, με τον δικό του, προσωπικό τρόπο. Παράλληλα αυτό δημιουργεί πιστεύω δραματουργικά μια ισορροπία, αποτρέπει την ιστορία από το να γίνει υπερβολικά δραματική, προβλέψιμη ή βαρετή.
Πώς θα ορίζατε την έννοια της «οικογένειας»;
Η οικογένεια είναι, με έναν τρόπο, ένας δυνατός δεσμός με έναν κοινό πυρήνα, μια συνθήκη στην οποία καλείσαι να προσφέρεις και να υπάρξεις, να αποδεχτείς αλλά και να απορρίψεις. Κυρίως, όμως, είναι μια συνθήκη στην οποία, αργά ή γρήγορα, θα φανεί η πιο ειλικρινής εκδοχή του εαυτού σου.
Πώς αντιλαμβάνεστε την έννοια της «ανάμνησης»;
Καταφεύγω συχνά στο παρελθόν, άλλοτε με νοσταλγία, άλλοτε για να αναζητήσω μαθήματα μέσα από λάθη που έχω κάνει και συχνά για να αντλήσω υλικό για τις ιστορίες μου. Η ανάμνηση, για μένα, είναι ό,τι έχει πια φύγει, όμως συντηρείται ακόμα ζωντανό, συχνά όμως παραμορφωμένο μέσα από τη δική μου οπτική, περισσότερο ένα ακόμη αφήγημα παρά μια ξεκάθαρη αλήθεια.
Τι σημαίνει για σας «καλοκαίρι»;
Τα καλοκαίρια για μένα είναι συνυφασμένα με τη δημιουργικότητα, τη χαλάρωση και μια αδιόρατη αίσθηση ενηλικίωσης. Είναι η εποχή που μου προσφέρει τον χώρο και τον χρόνο να στραφώ προς τα μέσα και να επαναπροσδιορίσω τους επόμενους στόχους μου. Μια ανάγκη για ενδοσκόπηση σαν ένας μικρός απολογισμός της χρονιάς που πέρασε και μια ήσυχη, εσωτερική προετοιμασία για όσα πρόκειται να έρθουν.
Η μουσική παίζει σημαντικό ρόλο στην ταινία, μάλιστα (και) η κλασική μουσική που εκ πρώτης όψεως δεν είναι ακριβώς η μουσική που σκέφτεται κανείς για μια «καλοκαιρινή ταινία» όπως το «Κιούκα». Μιλήστε λίγο για τις επιλογές σας και τη σκέψη σας πίσω από αυτές.
Ηθελα όπως και με το μοντάζ, έτσι και στη μουσική να δημιουργήσω μια ταινία η οποία να έχει πολλές ποιότητες – πολλά πράγματα να δεις, να νιώσεις, να ακούσεις. Να είναι γενναιόδωρη. Ακόμα και στη θεματική της ταινίας θα συναντήσεις αρκετές φορές την αγάπη, τον φόβο, το χιούμορ, το δράμα και θα δεις πως στην ταινία συνεχώς υπάρχει μια σχέση, ένας διάλογος μεταξύ τους. Η ιστορία περνά από όλα αυτά τα συναισθήματα και συνεχώς ανακυκλώνεται. Με έναν τρόπο είναι σαν να μιμείται τη ζωή. Ετσι, λοιπόν, ήθελα να υπάρξει και στη μουσική μια ποικιλία η οποία να αντικατοπτρίζει τον πυρήνα της εκάστοτε σκηνής και να την εξυψώνει, να της προσδίδει δύναμη. Να αποκαλύπτει σε συνεργασία με το μοντάζ, κρυφές πτυχές της ιστορίας όπου δεν θα μπορούσαν να φανούν με άλλον τρόπο. Πολλά από τα μουσικά κομμάτια που κατέληξαν στην ταινία τα χρησιμοποιούσα από τη συγγραφή του σεναρίου για να μου δίνουν έμπνευση, άλλα μπήκαν κατά τη διάρκεια του μοντάζ και άλλα τα έγραψα εγώ.
Ως (κατ’ αρχάς) μουσικός και εν συνεχεία αυτοδίδακτος σκηνοθέτης πώς αντιλαμβάνεσετε τη σχέση των δύο τεχνών;
Δεν έχω σπουδάσει ούτε μουσικός ούτε σκηνοθέτης. Ο μόνος τρόπος που μπορώ να συσχετιστώ και με τα δύο είναι καθαρά ενστικτώδης, σαν μια μορφή έκφρασης και εκτόνωσης. Βλέπω τη μουσική ως ένα ισχυρό και πολύτιμο εργαλείο, τόσο στη συγγραφή ενός σεναρίου όσο και γενικότερα στη δημιουργία μιας ταινίας. Ακούγοντας κλασικά μουσικά κομμάτια, εμπνεύστηκα από τη δομή τους – την ανάπτυξη και επανάληψη θεμάτων, τις παύσεις, τις ήσυχες στιγμές, τις κορυφώσεις – και συνειδητοποίησα πόσο ενδιαφέρον θα ήταν να εφαρμοστούν παρόμοιες αρχές στη δραματουργία μιας αφήγησης.
Ποιο είναι το σινεμά που αγαπάτε;
Μου αρέσουν ταινίες όπως οι «Land of Silence and Darkness», «Aguirre the Wrath of God», «Fire Within», «Even Dwarves Started Small» – όλες του Werner Herzog, «Burden of Dreams» του Les Blank, «Gates of Heaven» του Errol Morris, «To be and to Have» του Nicolas Philibert, «KIDS» του Larry Clark, «Julien Donkey Boy», «Gummo» του Harmony Korine αλλά και ταινίες όπως «Alien», «Lord of the Rings», «Pirates of the Caribbean».
Σε σχέση με τα νέα καθήκοντά σας στο φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους Δράμας, πως θα συνοψίζατε το προσωπικό όραμά σας;
Το όραμα θα έλεγα πως είναι κοινό και είναι να συνεχίσουμε το σημαντικό έργο που έχει επετεύχθει τα τελευταία χρόνια από τον Γιάννη Σακαρίδη και την ομάδα του. Το Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας είναι ένας σημαντικός θεσμός και αποτελεί ξεκίνημα πολλών κινηματογραφιστών. Έχω στο παρελθόν συμμετάσχει αρκετές φορές στο φεστιβάλ ως σκηνοθέτης και χαίρομαι που μου δίνεται η ευκαιρία να συνεισφέρω στην εξέλιξή του αλλά και ως υπεύθυνος του διεθνούς σπουδαστικού τμήματος, να στηρίξω νέους δημιουργούς στα πρώτα βήματά τους.