Καβαλάρηδες στη θερινή ραστώνη του Μετς
Τα τελευταία καλοκαίρια που θεωρώ μάταιο να πάω διακοπές, τα επενδύω σε μεταμεσονύκτιους περιπάτους στο Μετς, αναζητώντας μέσα μου ξεχασμένα αποθέματα δύναμης και μεγαλείου. Ψάχνω μια νέα ψυχική καύσιμη ύλη. Ενα νέο είδος καλοκαιρινής ξεκούρασης. Και διαβάζοντας τη βιογραφία του Μαύρου Καβαλάρη, του περιβόητου πολιτικού αλλά κυρίως πολέμαρχου και κάποτε κατοίκου της περιοχής Νικολάου Πλαστήρα, ένιωσα την ανάγκη να τον είχα γνωρίσει, να είχαν μεταφυσικά διασταυρωθεί οι δρόμοι μας στον λόφο του Αρδηττού και να περνάγαμε παρέα ένα μπαρουτοκαπνισμένο καλοκαίρι γύρω από το Καλλιμάρμαρο.
Με τον Πλαστήρα με συνδέουν νήματα γοητείας. Είμαι βαθιά μαγεμένος από τις φωτογραφίες του. Εκείνο το βλέμμα. Του σατανά και του αρχαγγέλου του πάθους. Του «δεν υπάρχει περίπτωση να μην υπακούσεις». Οι αντίπαλοι έλεγαν το στράτευμά του «σεϊτάν ασκέρ»: Ο στρατός του Σατανά. Τον θαύμαζε ο πατέρας μου τον Μαύρο Καβαλάρη. Σαν να μου έλεγε «σαν αυτόν… σαν αυτόν…». Τον θαύμαζαν οι εργάτες των μεγαλουπόλεων και οι χωρικοί των συνόρων. Ακόμα και αν δεν συμφωνούσαν μαζί του στα πολιτικά. Οπως εγώ δεν συμφωνώ. Είναι όμως μια μοναχική περίπτωση Ελληνα που ό,τι είπε το εννοούσε. Και το εννοούσε σε όλα τα καλοκαίρια. Και των καταστροφών και των θριάμβων.
«Κοιμήθηκε» σε ένα φτωχόσπιτο στο Μετς. Στη διαθήκη του άφησε κάτι λίγα δολάρια, δέκα νομίζω, στην ψυχοκόρη που τον κοίταζε. Ζήτησε το κρεβάτι εκστρατείας, ένα από τα λιγοστά έπιπλα που είχε σπίτι του και πάνω στο οποίο ξεψύχησε, να επιστραφεί στο στρατόπεδο από όπου το είχε δανειστεί. Και άφησε, λένε, και κάτι δραχμές προς το ελληνικό Δημόσιο για ένα κρεβάτι που έχασε στην οπισθοχώρηση στο κολασμένο μέτωπο της Μικράς Ασίας. Δεν συγχώρεσε στον εαυτό του το ότι μέσα στον γενικό όλεθρο της θερινής οπισθοχώρησης έχασε κάτι που δεν άνηκε σε αυτόν αλλά στην Ελλάδα.
Ο νεκροτόμος, αν θυμάμαι καλά, κατέγραψε 11 σπαθιές. Σπαθιές! Λοιπόν; Τι να του πω από τη ζωή μου εγώ ο φλώρος; Ηταν το παράδειγμα ηδονικής αφοσίωσης σε κάτι που τον ξεπερνούσε. Για εκείνον ήταν η Ελλάδα. Ας βρει ο καθένας αυτό που τον ξεπερνάει, να δεχτεί 11 σπαθιές και αφού «κοιμηθεί» να καλπάζει ξένοιαστος όπως ο μαύρος καβαλάρης σε όλα τα πεδία των μαχών, που για αυτόν ήταν τόποι μεγάλων υπαρξιακών ηδονών .
Αραγε ξανασυναντήθηκε με το άλογό του; Αραγε θα ήθελε να περάσουμε αυτό το καλοκαίρι παρέα καβαλάρηδες μέσα στη θερινή ραστώνη του Μετς; Εγώ πάντως, κάποια βράδια του Αυγούστου που φεύγω ελαφρά μεθυσμένος από μπαρ της γειτονιάς του, σαν να ακούω τον χαλαρό καλπασμό του και με παιδική αγωνία περιμένω να εμφανιστεί έφιππος πίσω από το Καλλιμάρμαρο για να του ζητήσω να με βάλει στο ατελείωτο καλοκαίρι αυτών που δεν παραδόθηκαν ποτέ.
Ο Ρένος Χαραλαμπίδης είναι ηθοποιός και σκηνοθέτης