Ο Σαββόπουλος και ο Πατσιφάς
Το 1963, ένα 19χρονο παλικαράκι έρχεται στην Αθήνα. Στη Θεσσαλονίκη, απ’ όπου ξεκίνησε, έχει γίνει ήδη η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη. Η πρωτεύουσα, όπου έφτασε σαν σε έναν «προορισμό ενηλικίωσης», είναι στην πορεία προς τα Ιουλιανά και τη «χαμένη άνοιξη».
Το παλικαράκι γρατζουνάει μια κιθάρα και τραγουδά σαν βραχνοκόκορας κάτι τραγούδια, τα περισσότερα με παράξενους στίχους, που λένε, για παράδειγμα, ότι στο Βιετνάμ πυρπόλησαν το ρύζι. Είναι, μουσικά, ανένταχτος, φέρει ένα παράξενο και πρωτοεμφανιζόμενο καλλιτεχνικό «φορτίο» που δύσκολα το εμπιστεύονται οι κλειδοκράτορες της δισκογραφίας. Μέχρι που μια μέρα περνάει το κατώφλι ενός παλιού αρχοντικού της οδού Κριεζώτου και γνωρίζει τον Αλέκο Πατσιφά.
Τούτες τις μέρες, με αφορμή τον θάνατο του Σαββόπουλου (διότι αυτός είναι το παλικαράκι) νιώθω να ξεπροβάλλει από κάπου και ο Πατσιφάς, ιδιοκτήτης της δισκογραφικής εταιρείας Lyra και διευθυντής μου στην πρώτη μου δουλειά. Νομίζω πως τον βλέπω με τα κουρεμένα σαν βούρτσα μαλλιά του, τα μουσταρδί σακάκια του, το πονηρό του ύφος, «κλεμμένο» λες από ένα παιδί. Ένας εστέτ Αθηναίος, με βιτριολικό χιούμορ, συνιδιοκτήτης με τον Νίκο Καρύδη του εκδοτικού οίκου Ικαρος, εκδότης δηλαδή των δύο ελληνικών Νομπέλ. Διανοούμενος, συνοδοιπόρος των σπουδαίων της γενιάς του ’30 (υπάρχει, ως χαρακτήρας, στον «Κίτρινο Φάκελο» του Μ. Καραγάτση), ήταν αντιφατικός, χειμαρρώδης και αναπάντεχος. Απλός – μέχρι σημείου να σέρνεται ο ίδιος στα πατώματα για να επισκευάσει μια πρίζα ή τις ρωγμές στους τοίχους του γραφείου – με μια περίπλοκη όμως σκέψη που δεν κολλούσε σε τίποτα («διόρθωνε» ακόμη και στίχους του φίλου του Οδυσσέα Ελύτη αν κάτι δεν του κολλούσε). Και, κυρίως, σπουδαίος παραγωγός. Ήταν αυτός που έφερε το Νέο Κύμα στην ελληνική δισκογραφία και ο μόνος που από την αρχή εμπιστεύτηκε τον Σαββόπουλο.
Ελεγε ότι είχε εντυπωσιαστεί από τη στιχουργική του. Εκείνο το «…Η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δική σου μελαγχολία», γραμμένο από ένα παιδί που δεν είχε κλείσει ακόμη τα είκοσι, έπαιρνε άλλη διάσταση. Το πρόβλημα ήταν ότι ο Σαββόπουλος δεν ήθελε με τίποτα να τραγουδήσει τα τραγούδια του ενώ ο Πατσιφάς επέμενε ότι μόνο ο ίδιος έπρεπε να τα πει. Είχαν φτάσει σε αδιέξοδο, παραλίγο να ναυαγήσει η συνεργασία μέχρι που ο δαιμόνιος Πατσιφάς έστησε μια «συνωμοσία» με τη συμμετοχή του Χατζιδάκι και του Τσιτσάνη που ήξερε πόσο τους θαύμαζε ο Σαββόπουλος. Αφού τους έστειλε την μπομπίνα με τα τραγούδια, κανόνισε με τον πρώτο να του τηλεφωνήσει δήθεν τυχαία την ώρα που θα ήταν ο Διονύσης στο γραφείο του. Και αμέσως του έδωσε το τηλέφωνο (ο νεαρός Σαββόπουλος πρώτη φορά μιλούσε με τον Χατζιδάκι) για να του πει τη γνώμη του, που «εντελώς τυχαία» συνέπιπτε με εκείνη του Πατσιφά. Το ίδιο έγινε λίγες μέρες αργότερα, όταν τον πήγε στο μαγαζί που εμφανιζόταν ο Τσιτσάνης, τάχα για να γνωρίσει το είδωλό του.
Και κάπως έτσι, από την έμπνευση ενός 20χρονου μουσικού και ποιητή και το πείσμα ενός ιδιοφυούς παραγωγού, «γεννήθηκε» ο πρώτος και μέγιστος έλληνας τραγουδοποιός.
