Το τελευταίο ταμπού του ισπανικού κινηματογράφου
Μισός αιώνας έχει περάσει από τον θάνατο του Φρανθίσκο Φράνκο, κι όμως ο «Caudillo» εξακολουθεί να πλανάται πάνω από τον ισπανικό κινηματογράφο σαν σκιά που κανείς δεν τολμά να αγγίξει. Από το τέλος της δικτατορίας έως σήμερα, ελάχιστες ταινίες έχουν τολμήσει να ασχοληθούν ευθέως με το πρόσωπό του — και ακόμη λιγότερες να το κάνουν μέσα από τη σάτιρα.
Αυτό ακριβώς επιχειρεί η ταινία La cena του Μανουέλ Γκόμεθ Περέιρα, που βασίζεται στο θεατρικό έργο La cena de los generales του Χοσέ Λουίς Αλόνσο δε Σάντος.
Η υπόθεση εκτυλίσσεται στις 15 Απριλίου 1939, λίγες ημέρες μετά τη λήξη του Εμφυλίου, όταν το ξενοδοχείο Palace στη Μαδρίτη πρέπει ξαφνικά να φιλοξενήσει ένα δείπνο προς τιμήν του Φράνκο και των στρατηγών του. Το πρόβλημα; Το ξενοδοχείο λειτουργεί ως νοσοκομείο και οι μάγειρες είναι πολιτικοί κρατούμενοι. Αντί για σερβίρισμα, κινδυνεύουν με εκτέλεση — μέχρι που τους χαρίζει τη ζωή ένας αξιωματικός επιμελητείας (τον υποδύεται ο Μάριο Κάσας) για να ετοιμάσουν το φαγητό του δικτάτορα. Μόνο που οι μάγειρες σκέφτονται μήπως είναι η ευκαιρία τους να τον δηλητηριάσουν.
Ο Περέιρα κρατούσε το σχέδιο αυτό στα χέρια του από το 2008. «Ήταν πάντα ένα δύσκολο πρότζεκτ. Στην Ισπανία, μόλις αγγίξεις τον Εμφύλιο, όλα περιπλέκονται», λέει ο σκηνοθέτης. «Μία τηλεοπτική εταιρεία μας έκλεισε την πόρτα. Ο Φράνκο παραμένει το τελευταίο ταμπού».
Η ισπανική κωμωδία έχει σατιρίσει τα πάντα — από την καθολική εκκλησία μέχρι τη μοναρχία — αλλά σπάνια τον δικτάτορα που κυβέρνησε τη χώρα επί 36 χρόνια. Από τη Vaquilla του Λουίς Γκαρθία Μπερλάνγκα το 1985 μέχρι τη Malnazidos του 2020, όπου ο Εμφύλιος συναντά… ζόμπι, ο Φράνκο μένει πάντα εκτός κάδρου. Ακόμη και ο ηθοποιός Κάρλος Άρεθες, που τον έχει υποδυθεί πέντε φορές, δήλωνε πρόσφατα: «Παλιά δεν μπορούσες να παίξεις τον Φράνκο. Τώρα… ούτε τώρα μπορείς».
Ο Περέιρα δεν ήθελε να κάνει μια φάρσα τύπου Τσάπλιν, όπως στον Μεγάλο Δικτάτορα, αλλά να βρει «το ανθρώπινο παράλογο μέσα στη φρίκη». Στο σενάριο που συνυπογράφει με τη Γιολάντα Γκαρθία Σεράνο και τον Χοακίν Οριστρέλ, το χιούμορ προκύπτει από τη σύγκρουση απλών ανθρώπων εγκλωβισμένων σε μια στιγμή απόλυτης παράνοιας: μια χώρα που αιμορραγεί, κι ένα δείπνο που γίνεται σύμβολο εξουσίας και υποταγής.
Ο Φράνκο, που εδώ ενσαρκώνεται από τον Χαβιέ Φρανσές, εμφανίζεται μόνο στο τελευταίο μέρος της ταινίας, με τρόπο που θυμίζει το πώς ο Περέιρα «έπαιξε» παλιότερα με την παρουσία του βασιλιά Χουάν Κάρλος στην ταινία El amor perjudica seriamente la salud. Σήμερα, όμως, ακόμη και μια τέτοια προσέγγιση φαντάζει τολμηρή.
«Ζούμε σε μια εποχή φόβου και πολιτικής ορθότητας», παραδέχεται ο σκηνοθέτης. «Ακόμη και στις δεκαετίες του ’90 κάναμε ταινίες που σήμερα δεν θα μας άφηναν να γυρίσουμε». Την ίδια άποψη συμμερίζεται και ο θεατρικός δημιουργός Άλμπερτ Μποαντέγια, που το 2003 παρουσίασε το Buen viaje, Excelencia! — την πρώτη σατιρική ταινία για τον Φράνκο, με τον Ραμόν Φοντσερέ στον ρόλο του ετοιμοθάνατου δικτάτορα. «Το χιούμορ για τον Φράνκο είναι το μεγάλο μας απωθημένο», λέει. «Η ίδια η πραγματικότητα της εποχής του ήταν πιο φρικτή από οποιαδήποτε σάτιρα».
Αλλά και σήμερα, όσοι επιχειρούν να γελάσουν με το παρελθόν αντιμετωπίζουν εμπόδια. Από τις δικαστικές διώξεις για ανέκδοτα για τον Καρρέρο Μπλάνκο έως τις δυσκολίες χρηματοδότησης έργων που αγγίζουν ευαίσθητα πολιτικά θέματα, η σκιά της λογοκρισίας επιμένει. «Η τέχνη χρειάζεται θάρρος», λέει ο Περέιρα. «Αν οι παραγωγοί και τα τηλεοπτικά κανάλια δεν ρισκάρουν, ο πολιτισμός μένει ακίνητος».
Ίσως γι’ αυτό η La cena μοιάζει περισσότερο με πράξη απελευθέρωσης παρά με μια απλή ταινία. Γιατί σε μια χώρα που έχει μάθει να σωπαίνει μπροστά στα φαντάσματα της Ιστορίας της, το να γελάσεις με αυτά είναι, τελικά, η πιο ριζοσπαστική μορφή μνήμης.
