Η δυσκολότερη πρόκληση της διεθνούς πολιτικής
Οι προηγούμενοι πόλεμοι στη Μέση Ανατολή δεν έφεραν μόνο ανείπωτο ανθρώπινο πόνο, αλλά δημιούργησαν και νέους δρόμους προς την ειρήνη. Το ίδιο ισχύει και για τον πόλεμο στη Γάζα και γύρω από αυτήν. Το Ισραήλ και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αποδυναμώσει σημαντικά – ίσως αποφασιστικά – τον λεγόμενο «Άξονα της Αντίστασης» – του οποίου ηγείται και τον οποίο χρηματοδοτεί και εξοπλίζει το Ιράν – καθώς και το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα.
Οι ηγέτες της Χεζμπολάχ (στον Λίβανο) και της Χαμάς (στη Γάζα) έχουν εξουδετερωθεί και το καθεστώς Άσαντ στη Συρία έχει ανατραπεί. Η Μέση Ανατολή είναι πλέον ένα διαφορετικό μέρος, και το Ιράν και ο Αξονας της Αντίστασης είναι από τους μεγαλύτερους χαμένους.
Ο πόλεμος στη Γάζα έχει τελειώσει τουλάχιστον προς το παρόν. Ολοι οι ζωντανοί όμηροι που κρατούσε η Χαμάς από τις 7 Οκτωβρίου 2023 έχουν επιστρέψει στο Ισραήλ. Η Γάζα μπορεί να έχει σχεδόν ολοκληρωτικά καταστραφεί, αλλά για την ώρα επισήμως οι εχθροπραξίες έχουν σταματήσει. Δεδομένου του μεγέθους της ανθρωπιστικής τραγωδίας εκεί, αυτό από μόνο του αποτελεί σημαντικό επίτευγμα. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και οι διαπραγματευτές του αξίζουν ευχαριστίες και αναγνώριση για το κατόρθωμά τους.
Ομως το πιο δύσκολο κομμάτι, η διαδικασία εγκαθίδρυσης αυτού που ο Τραμπ αποκαλεί «αιώνια» ειρήνη, βρίσκεται ακόμη μπροστά μας. Η κατάσταση απαιτεί τολμηρές πολιτικές αποφάσεις από όλες τις πλευρές. Επιπλέον, πρέπει να υπάρξει συμφωνία για έναν εφαρμόσιμο οδικό χάρτη, εάν η ειρήνη στη Μέση Ανατολή, ή ακόμη και η διαχείριση της σύγκρουσης, πρόκειται να έχει κάποια πιθανότητα επιτυχίας.
Η ειρήνη θα έρθει μόνο εάν οι δύο λαοί που διεκδικούν την ίδια γη είναι πρόθυμοι να συμφιλιωθούν. Υπάρχουν πλειοψηφίες υπέρ αυτού στο Ισραήλ ή στην παλαιστινιακή πλευρά; Μπορεί ο Τραμπ να υποχρεώσει και τις δύο πλευρές να επιμείνουν στην πορεία αυτή και θα έχουν οι ΗΠΑ την αντοχή να το φέρουν εις πέρας; Χωρίς τη δέσμευση όλων των μερών σε μια διαρκή αποκήρυξη της βίας και την επιστροφή στην αμοιβαία αναγνώριση του δικαιώματος ύπαρξης του άλλου – με άλλα λόγια, επιστροφή στις Συμφωνίες του Όσλο – δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη.
Η πιο άμεση ανάγκη είναι να υπάρξει μια πολιτική διαδικασία με χρονοδιάγραμμα και συμφωνημένα βήματα. Χωρίς αυτά δεν θα υπάρξει ειρήνη, ούτε και προθυμία εκ μέρους της διεθνούς κοινότητας να χρηματοδοτήσει την ανοικοδόμηση της Γάζας – κάτι που αποτελεί επίσης επείγουσα προτεραιότητα.
Τι θα απογίνουν τα δύο εκατομμύρια Παλαιστίνιοι στη Γάζα χωρίς στέγη ή υγειονομική περίθαλψη; Δεν αποτελεί καλό οιωνό για το μέλλον το γεγονός ότι ένας συντριπτικά νέος πληθυσμός στερείται εργασίας, εκπαίδευσης και κατάρτισης. Είναι το ιδανικό εκκολαπτήριο για ριζοσπαστικούς ισλαμιστές όπως η Χαμάς ή άλλες τρομοκρατικές ομάδες, οι οποίες αντιστρατεύονται τον σκοπό της ειρήνης.
Αλλά ποιος θα κυβερνήσει και θα διοικήσει τη Γάζα, ή θα προσφέρει ασφάλεια και θα διασφαλίσει τον αφοπλισμό της Χαμάς; Ποιος, από την παλαιστινιακή πλευρά, μπορεί να μετατρέψει τη διπλωματική φαντασίωση ενός «Κράτους της Παλαιστίνης» σε μια πραγματικότητα ενός ειρηνικού και ασφαλούς γείτονα του Ισραήλ; Και σε ποιον βαθμό θα πρέπει ένα τέτοιο κράτος να είναι αποστρατιωτικοποιημένο;
Και έπειτα υπάρχει το Ισραήλ. Είναι η σημερινή κυβέρνηση διατεθειμένη να αποδεχθεί τη διαίρεση του ιστορικού εδάφους της Παλαιστίνης – που περιλαμβάνει τη Δυτική Οχθη και τη Γάζα; Τι θα γίνει με το εξαιρετικά δύσκολο ζήτημα της Ιερουσαλήμ, και το ακόμη πιο περίπλοκο ζήτημα του Ορους του Ναού;
Αν ο Τραμπ εννοεί πράγματι όσα λέει, έχει αναλάβει ένα τεράστιο βάρος. Εξελέγη με την υπόσχεση να τερματίσει τον ρόλο της Αμερικής ως «παγκόσμιου αστυνόμου» κι όμως τώρα αναλαμβάνει ίσως τη δυσκολότερη πρόκληση της σύγχρονης διεθνούς πολιτικής.
Ο Γιόσκα Φίσερ, υπουργός Εξωτερικών και αντικαγκελάριος της Γερμανίας από το 1998 έως το 2005, υπήρξε ηγετική μορφή του γερμανικού κόμματος των Πρασίνων για σχεδόν 20 χρόνια
