Ντέιβιντ Σολόι: «Δεν προτιμώ τα βιβλία που κολακεύουν τους αναγνώστες»
Από τις 11 Νοεμβρίου ο ουγγροβρετανός συγγραφέας Ντέιβιντ Σολόι είναι ο κάτοχος του βραβείου Μπούκερ έχοντας πείσει την κριτική επιτροπή για την πρωτοτυπία της «Σάρκας» («Flesh»). Της ιστορίας, δηλαδή, που ξεκινάει με τον μοναχικό 15χρονο Ιστβάν στη μουντή Βουδαπέστη της δεκαετίας του 1990. Μοναδική παρέα του θα γίνει η γειτόνισσα την οποία βοηθά με τα ψώνια.
Θα τον αποπλανήσει και θα του μάθει τον έρωτα. Λόγω ενός δυστυχήματος ο ίδιος θα κρατηθεί σε σωφρονιστικό κατάστημα και αργότερα θα αναζητήσει διέξοδο στη στρατολόγηση για τον πόλεμο του Ιράκ (2003-2004), όπως πολλοί συμπατριώτες του. Επιστρέφοντας στη γενέτειρα θα προσπαθήσει να κάνει νέα αρχή έχοντας συνείδηση του τραύματος που κουβαλά. Η τελική πράξη του δράματος θα γραφτεί στο Λονδίνο, όπου σχετίζεται με τη βρετανική ελίτ μέσω της πλούσιας οικογένειας Νάιμαν για την οποία εργάζεται.
Με τον τρόπο του ο Σολόι επιστρέφει σε μια θεματική όπου χωράνε οι ρωγμές και οι πληγές της εύθραυστης αρρενωπότητας τον 21ο αιώνα. Στην προηγούμενη υποψηφιότητά του για το Μπούκερ, άλλωστε, το «All that man is» του 2016, παρακολουθούσε τις διαδρομές 9 διαφορετικών ανδρών ως ενιαία εμπειρία. Δεν είναι πάντως αυτό το κυρίαρχο χαρακτηριστικό στη «Σάρκα». Τουλάχιστον όχι όσο το αίσθημα της αποξένωσης μέσα σε έναν κόσμο που αλλάζει αδιαφορώντας για τη μοναχικότητα των ανθρώπων του. Ο Ιστβάν τρέφεται από τη δύναμη της σάρκας, γεύεται τη βία της, μετεωρίζεται ανάμεσα σε πολλά σώματα, αλλά στην κρίσιμη στιγμή μένει μόνος. Ακόμη και μετά την κοινωνική ανέλιξή του – αυτός, ένας εργατικός μετανάστης από την Ουγγαρία στην Αγγλία -, δεν βρίσκει το «σπίτι» του. Ο Σολόι, που γεννήθηκε στο Μόντρεαλ το 1974 από καναδή μητέρα και ούγγρο πατέρα, μεγάλωσε στο Λονδίνο και πλέον ζει στη Βιέννη, μιλάει για το μυθιστόρημα που αναμένεται στα ελληνικά τον ερχόμενο Μάρτιο από τις εκδ. Ψυχογιός (μτφ. Βάσια Τζανακάρη).
Μπορεί το μυθιστόρημά σας να θεωρηθεί μια αλληγορία για τις πολιτισμικές και κοινωνικές διαιρέσεις στην Ευρώπη, ειδικά στις μέρες μας;
Νομίζω πως ναι. Και σίγουρα ήταν πρόθεσή μου να θίξω τις κοινωνικές και πολιτισμικές διαιρέσεις της ηπείρου – ειδικά μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Θεωρώ τον εαυτό μου «ευρωπαίο» μυθιστοριογράφο ως ένα βαθμό – από ανάγκη, στην πραγματικότητα, καθώς ποτέ δεν αισθάνθηκα απολύτως σαν στο σπίτι μου σε καμία χώρα. Και νομίζω ότι αυτό το αίσθημα αντιστοιχεί σε ένα ευρύτερο φαινόμενο στη σύγχρονη Ευρώπη, το οποίο μπορεί να αποδοθεί μέσα από τη δημιουργική περιέργεια που χαρακτηρίζει το είδος του μυθιστορήματος. Η σύγχρονη Ευρώπη βρίσκεται μάλλον στη διαδικασία να γίνει μια «φαντασιακή κοινότητα», υπό την έννοια που ανέπτυξε ο Μπένεντικτ Αντερσον, με έναν τρόπο που δεν έχει καταφέρει από τον Μεσαίωνα. Τότε ήταν γνωστή ως Χριστιανοσύνη, αλλά δεν επιθυμώ να επιστρέψω σε κάτι τέτοιο: χρειαζόμαστε κάτι καινούργιο.
Πώς θα περιγράφατε τη στάση της ουγγρικής ηγεσίας όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Ενωση και τις σχέσεις με τη Ρωσία; Συμμερίζεστε την άποψη ότι πρόκειται για το νέο «μαύρο πρόβατο» της Ευρώπης;
Η Ουγγαρία, υπό τη σημερινή ηγεσία της, συνιστά σαφώς μια εξαίρεση από πολλές απόψεις – οι σχέσεις με τη Ρωσία είναι η πιο προφανής. Και για να πω την αλήθεια, δεν καταλαβαίνω πλήρως τι συμβαίνει. Πιστεύω ότι εν μέρει οφείλεται στο γεγονός πως ο Βλαντίμιρ Πούτιν παίζει τον ρόλο του σημαιοφόρου σε έναν αυταρχικό χριστιανικό εθνικισμό, τον οποίο αποζητούν ο Ορμπαν και άλλοι. Δεν θέλουν να τον καταδικάσουν από φόβο μήπως αυτή η στάση οδηγήσει σε καταδίκη της δικής τους πολιτικής φιλοσοφίας. Ελπίζουν μάλιστα ότι η φήμη του Πούτιν μπορεί να αποκατασταθεί μετά τον πόλεμο. Γι’ αυτό και επιδιώκουν τη λήξη του όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.
Από την άλλη πλευρά, οι κυβερνητικές δυνάμεις στην Ουγγαρία γνωρίζουν καλά ότι η παραμικρή υπόνοια για έξοδο της χώρας από την ΕΕ θα προκαλούσε ανεξέλεγκτη οικονομική κρίση, η οποία θα οδηγούσε ταχύτατα σε πολιτική. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Ορμπαν επαναλαμβάνει συνεχώς – κυρίως όταν απευθύνεται σε διεθνές ακροατήριο – ότι η θέση της Ουγγαρίας είναι στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Πρόκειται βέβαια για επικίνδυνο παιχνίδι καθώς την ίδια στιγμή ενορχηστρώνει την προπαγάνδα για το εσωτερικό ακροατήριο, όπου για όλα τα προβλήματα ευθύνονται οι «Βρυξέλλες». Ενα τέτοιο αφήγημα αποκτά κάποτε δική του δυναμική ή μπορεί να υιοθετηθεί από λιγότερο υπεύθυνους παίκτες οδηγώντας σε καταστροφικές επιπτώσεις. Κάτι ανάλογο έγινε στο Ηνωμένο Βασίλειο και οδήγησε στο Brexit. Και για να είμαστε ειλικρινείς: η έξοδος της Ουγγαρίας από την ΕΕ θα ήταν απείρως πιο καταστροφική από ό,τι για το Ηνωμένο Βασίλειο.
Το ενδιαφέρον με τον πρωταγωνιστή σας – αλλά και με άλλους χαρακτήρες – είναι ότι δεν εκφράζουν τα συναισθήματά τους με εξωστρέφεια. Ο Ιστβάν, για παράδειγμα, απαντά «Είμαι ΟΚ» όταν τον ρωτούν για τον πόλεμο όπου συμμετείχε. Τι θέλατε να καταφέρετε όσον αφορά το ύφος του μυθιστορήματος;
Το ύφος διαμορφώνεται ήδη στο πρώτο κεφάλαιο. Αυτό έγραψα στην αρχή και με το στυλ που επέλεξα ήθελα να μεγιστοποιείται για τον αναγνώστη ο αντίκτυπος των γεγονότων. Παράλληλα, όμως, έπρεπε να αντικατοπτρίζει και τη νοοτροπία του έφηβου πρωταγωνιστή: έναν συνδυασμό εξαιρετικής ευαισθησίας, «μουδιάσματος», σοκ, διέγερσης και σύγχυσης. Ενιωθα ότι η ιστορία θα είχε μεγαλύτερο συναισθηματικό αντίκτυπο εάν η αφήγηση ήταν «αποστασιοποιημένη». Οτι τα πράγματα που δεν λέγονταν θα είχαν μεγαλύτερη επίδραση απ’ ό,τι αν κατονομάζονταν ευθέως. Είναι το ύφος που πέρασε και στο υπόλοιπο βιβλίο, αν και με μεγαλύτερη ευελιξία στη συνέχεια.
Φαίνεται επίσης ότι επιλέγετε τη γραμμική αφήγηση και όχι, για παράδειγμα, μηχανισμούς της «μεταμυθοπλασίας». Ποιες είναι οι αναφορές σας στην παγκόσμια λογοτεχνία;
Απέφυγα επίτηδες οποιαδήποτε μορφή των μηχανισμών που αναφέρετε – οτιδήποτε «μυρίζει» μεταμοντέρνο. Πιστεύω ότι ο «μεταμοντερνισμός», με όλους τους λαβυρίνθους της ειρωνείας και τους παραμορφωτικούς καθρέφτες του νοήματος, μάλλον έκανε τον κύκλο του. Δεν ξέρω τι άλλο έχει να προσφέρει. Μοιάζει να έχουμε φτάσει σε αδιέξοδο μαζί του. Η επιλογή μου να στηρίξω το βιβλίο στη σωματική εμπειρία βασιζόταν εν μέρει σε αυτή την προσπάθεια να απομακρυνθώ από το μεταμοντέρνο. Υπάρχει κάτι ακατάλυτο στη σωματική εμπειρία. Αισθανόμουν ότι μου πρόσφερε το στέρεο έδαφος για να κατασκευάσω αυτό που ήθελα.
Ο Ιστβάν μοιάζει παγιδευμένος ανάμεσα στην επιθυμία και την ηθική της εποχής του. Είναι σύμπτωμα της κοινωνίας στην οποία ζει ή ορίζει προσωπικά την τύχη του;
Δεν τον βλέπω ως μία ασυνήθιστη εξαίρεση πάντως. Νομίζω ότι είναι ένας καθημερινός τύπος μέσα στην κοινωνία, παρ’ όλο που έχει βιώσει μάλλον ακραίες καταστάσεις. Πάντως το γεγονός ότι ο Ιστβάν είναι ένας «κανονικός» άνθρωπος της εποχής του, ούτε καλύτερος ούτε χειρότερος από τον μέσο όρο, μου είναι απαραίτητο για το νόημα του βιβλίου. Μπορείς να τον χαρακτηρίσεις σύμπτωμα της κοινωνίας του, αν και όχι με τρόπο απόλυτο. Είναι σίγουρα προϊόν της κοινωνίας στην οποία ζει, όπως όλοι μας, και αυτό αποτελεί μέρος της «κανονικότητάς» του.
Ο τίτλος του μυθιστορήματος υποδηλώνει την αμεσότητα της σωματικής εμπειρίας, αλλά και την ευθραυστότητα. Πώς η σχέση του πρωταγωνιστή με το σώμα του – και με το σώμα των άλλων – αντανακλά ευρύτερα ζητήματα σχετικά με την ταυτότητα;
Το μυθιστόρημα έχει όντως ως αφετηρία τη σωματικότητα. Εξετάζει τη ζωή, τουλάχιστον σε πρώτη φάση, ως σωματική εμπειρία. Και άλλες μορφές εμπειρίας – η συναισθηματική, για παράδειγμα, ή η διανοητική – βασίζονται στη σωματική· δεν είναι σε καμία περίπτωση ανεξάρτητες από αυτήν. Κατά μία έννοια, θα προτιμούσα να μην τις θεωρώ καθόλου ξεχωριστές. Το μυθιστόρημα ειδικά προσπαθεί να μην τις διαχωρίζει κατά την περιγραφή τους. Προσπαθεί να τις απεικονίσει και να τις εξετάσει ως σύνολο. Ισως αυτό είναι ένα από τα δυνατά σημεία του μυθιστορήματος ως λογοτεχνικού είδους: ότι μπορεί να πετύχει κάτι τέτοιο σε σχέση με άλλες μορφές επικοινωνίας.
Οι αναγνώστες μπορούν να κρίνουν όσο θέλουν τον βασικό χαρακτήρα, αλλά και να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους σ’ αυτόν. Θέλατε από την αρχή να επικρατεί μια τέτοια ένταση, αυτό το μείγμα συμπάθειας και δυσφορίας;
Σίγουρα ναι. Ως συγγραφέας καταλήγω αυθορμήτως σε χαρακτήρες που δεν είναι συμπαθητικοί απ’ την πρώτη ματιά, που αποτυγχάνουν σε ηθικό επίπεδο με πολλούς τρόπους. Οπότε χρειάζεται πάντοτε αυτό το μείγμα συμπάθειας και δυσφορίας, όπως το περιγράφετε. Και προσωπικά δεν προτιμώ βιβλία ή ταινίες που κολακεύουν τους αναγνώστες σε ηθικό επίπεδο – που χωρίζουν τον κόσμο ανάμεσα στο «εμείς» (ο συγγραφέας και ο αναγνώστης στη σωστή πλευρά) και το «εκείνους» (χαρακτήρες μέσα στην αφήγηση που βρίσκονται στη λάθος πλευρά). Προσπαθώ πάντα να σβήνω την ενδιάμεση γραμμή.
«Το μυθιστόρημα αποτυπώνει την ενότητα της ύπαρξης»
Η «Σάρκα» δεν έχει τη δομή του «All that man is», αλλά με έναν τρόπο υπάρχει το ίδιο ενδιαφέρον για τον σύγχρονο «ευάλωτο άνδρα». Επιστρέφετε σε θέματα που αφήνετε πίσω;
Ναι, νομίζω ότι η «Σάρκα» έχει πολλά κοινά με το «All that man is», ακόμη και σε ζητήματα δομής, παρ’ όλο που η «Σάρκα» είναι πιο κλασική αφήγηση για μια ομάδα χαρακτήρων. Τα κεφάλαια πάντως ακολουθούν την ίδια λογική: περιγράφουν τη ζωή από τη νεαρή ηλικία προς την ενηλικίωση με διακριτά στάδια όσο κινούμαστε από την εφηβεία προς την ωριμότητα. Αλλά ενώ αποτελούν κεφάλαια ενός μυθιστορήματος, την ίδια στιγμή έχουν τη δική τους λογική. Πιστεύω ότι ορισμένα από αυτά μπορούν να διαβαστούν και ως μεμονωμένες ιστορίες.
Αυτό που εμείς βλέπουμε στο τέλος ως «συγγραφικό ύφος» είναι αποτέλεσμα αυστηρής πειθαρχίας ή αφήνετε τους χαρακτήρες και την πλοκή να το διαμορφώσουν;
Θα έλεγα ότι προκύπτει ως φυσιολογική εξέλιξη της αφήγησης και των χαρακτήρων. Προφανώς κάποια στιγμή παρεμβαίνω με ένα είδος ραφιναρίσματος, αλλά η πρώτη ύλη γεννιέται από κάτι ενστικτώδες, κάτι που το αισθάνεσαι μάλλον παρά το σκέφτεσαι. Από βιβλίο σε βιβλίο, όμως, υπάρχουν και τυχαίοι παράγοντες. Το προηγούμενό μου, μία συλλογή σύντομων αφηγημάτων με τίτλο «Turbulence», γράφτηκε για να διαβαστεί στο ραδιόφωνο του BBC. Αρα οι ιστορίες έπρεπε να έχουν ομοιομορφία – 2.000 λέξεις η καθεμία -, ώστε να χωράνε σε μια εκπομπή 15 λεπτών. Αυτό επέβαλε από μόνο του την αίσθηση της πειθαρχίας καθώς έγραφα. Με τόσο λίγες λέξεις έπρεπε να αποφύγω οτιδήποτε περιττό. Είμαι σίγουρος, λοιπόν, ότι αυτή η πειθαρχία, αυτό το «ήθος», αν προτιμάτε, μεταφέρθηκε και στη «Σάρκα». Εν μέρει ενσωματώθηκε σ’ αυτή την εξαιρετικά συμπαγή μορφή του μυθιστορήματος.
Καλώς διακρίνουν και ένα κινηματογραφικό στυλ στη γραφή σας; Με σκηνές υπόγειας έντασης και ανάδειξη εύγλωττων λεπτομερειών; Σε κάθε περίπτωση, πώς ισορροπείτε ανάμεσα στη γραμμική αφήγηση, την «καθαρότητα» της περιγραφής και τα ψυχολογικά στρώματα της αφήγησης;
Ιδανικά το εξωτερικό και το εσωτερικό επίπεδο πρέπει να γίνονται ένα. Και πάλι, είναι κάτι που πρέπει κανείς να αισθάνεται – κάτι ενστικτώδες και όχι προϊόν υπολογισμού. Πέρα από αυτά, θα έλεγα ότι οποιοσδήποτε μυθιστοριογράφος σήμερα επηρεάζεται σε τέτοιο βαθμό από τις ταινίες και την τηλεόραση – με την έννοια του πώς προσεγγίζει ο ίδιος την ιστορία του – ώστε να μην το συνειδητοποιεί καν. Κι όμως, το μυθιστόρημα μπορεί να κινηθεί με μεγαλύτερη ελευθερία από τα άλλα δύο μέσα. Μπορεί να γλιστρήσει ανάμεσα σε διαφορετικά στρώματα πραγματικότητας με τόση ευκολία ώστε ο αναγνώστης να μην το αντιλαμβάνεται. Για τον λόγο αυτό μπορεί να αποτυπώσει καλύτερα μία αίσθηση: την ενότητα της ύπαρξης, ότι η ζωή μας είναι τελικά ένα πράγμα αδιαίρετο.
